Σχετικά

Εναλλακτικός ιστότοπος για την Τήνο και όχι μόνο, εκτεθειμένος σε μέρος που το προσβάλλει ο άνεμος και ορατός από όλους

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Σημειώσεις για την εξέγερση του Πολυτεχνείου

Στα 40 χρόνια που μας χωρίζουν από την αντιδικτατορική εξέγερση του Πολυτεχνείου, πέρασαν συχνά σε δεύτερο πλάνο, εκούσια ή ακούσια, αποτιμήσεις, αλλά και πλευρές του συμβαντολογικού πεδίου, οι οποίες θα ενίσχυαν τη συλλογική μνήμη. Σε σχέση με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η συλλογική μνήμη αλλού υπερχειλίζει και αλλού αποσύρεται. Στο τελευταίο ενδεχόμενο, εντάσσονται οι μέθοδοι καταστολής, οι νεκροί, οι τραυματίες και οι κακοποιημένοι, τα στοιχεία εκείνα που μάς επιτρέπουν να μιλήσουμε για σφαγή. Η εκβολή τους από τη συλλογική μνήμη δημιουργεί χώρο σε ποικίλους μηχανισμούς ιστορικής σχετικοποίησης, αλλά και ακροδεξιάς προπαγάνδας.



Του Νίκου Σκοπλάκη    

Σύμφωνα με τον Αλεξίς ντε Τοκβίλ, «η πιο επικίνδυνη στιγμή για μια κακή κυβέρνηση είναι συνήθως εκείνη, κατά την οποία [η κυβέρνηση] αρχίζει να μεταρρυθμίζεται». Αυτή η διαπίστωση είναι σχετική με την τροπή που πήρε η ψευδεπίγραφη «φιλελευθεροποίηση» του Μαρκεζίνη (Οκτώβριος 1973) και το ξέσπασμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Οι λόγοι που οδήγησαν στη «φιλελευθεροποίηση» ήταν αφενός η ανάγκη να γίνει το καθεστώς πιο αποδεκτό από χώρες της καπιταλιστικής Δύσης, χωρίς την οποία κινδύνευε όχι μόνο η μεσοπρόθεσμη πολιτική, αλλά και η βραχυπρόθεσμη αναπαραγωγή του οικονομικού του προτύπου, το οποίο, μεταξύ άλλων, απέβλεπε στα «μεγάλα έργα», με παραχώρηση προνομιακών συμβάσεων και σε ξένες εταιρείες. Αφετέρου, μία τουλάχιστον μερίδα της δικτατορίας ευελπιστούσε ότι η απόπειρα ελεγχόμενης αναδιάταξης θα εδραίωνε εις το διηνεκές και en bloc τη δομή του καθεστώτος, χωρίς να υπολογίσει τις συσσωρευμένες αντιφάσεις και τους μετασχηματισμούς που είχαν ρευματοδοτηθεί από τις μεθόδους αναπαραγωγής του και επρόκειτο να εκφραστούν στο κοινωνικό σώμα, μέσα στη συγκυρία. Ειδικά ο Παπαδόπουλος απέβλεπε στη διακριτή αναβάθμιση του πολιτικού-πολιτειακού ρόλου του στο καθεστώς, με ασφυκτικά ελεγχόμενα απεικάσματα τυπικών δημοκρατικών λειτουργιών, ώστε να προσελκύσει την ανοχή του πολιτικού κόσμου.

Η συγκρότηση της ψευδεπίγραφης «φιλελευθεροποίησης» αποσκοπούσε σε πιο αποτελεσματική χρήση των ίδιων μέσων τρομοκρατικού καταναγκασμού αποφεύγοντας καθοριστικά αδιέξοδα. Άλλωστε,  οποιαδήποτε απόπειρα για έμπρακτη χρησιμοποίηση των ελάχιστων δυνατοτήτων ελεύθερης πολιτικής παρέμβασης, πέρα από το πλαίσιο νομιμοποίησης της δικτατορίας, θα αντιμετώπιζε τον ανέπαφο στρατιωτικό/κατασταλτικό μηχανισμό της δικτατορίας, ο οποίος, μετά από το νόθο δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973, τέθηκε σε ακόμα στενότερο προσωπικό έλεγχο από τον Παπαδόπουλο. Το έκτρωμα της ηγετικής δικτατορικής κλίκας αντιμετωπίστηκε, με την εξαίρεση των όχι λίγων «γεφυροποιών», εχθρικά από το μεγαλύτερο μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου (στον απόηχο της συντριβής του Κινήματος στο Ναυτικό, 23 Μαΐου 1973), αλλά και από τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς. Οι επικίνδυνες αυταπάτες για το φάντασμα των «εκλογών Μαρκεζίνη» από μεγάλο μέρος της ηγεσίας του ΚΚΕ εσωτερικού και κύκλους της ΕΔΑ θα σαρώνονταν από την ταχύτατη ωρίμανση των συνθηκών προς την εξέγερση του Πολυτεχνείου (βλ. σχετικά την κριτική αποτίμηση του Τάκη Μπενά, στο βιβλίο του «Το ελληνικό ‘68», εκδ. Θεμέλιο, 2011, σελ. 179-184).
 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προέκυπτε από μια σύνθετη δυναμική: όσο δεν ήταν σχεδιασμένη, άλλο τόσο δεν ήταν και τυχαία ή αιφνιδιαστική. Ο κεντρικός νεολαιίστικος, φοιτητικός χαρακτήρας της, περνάει μέσα από ανακατατάξεις, οι οποίες αρχικά επισυμβαίνουν στην τομή της πολιτικής και του πολιτισμού (ΕΚΙΝ, ανάκτηση των τοπικών φοιτητικών συλλόγων, παρέμβαση στα ζητήματα των Σχολών), διαμορφώνοντας έναν ιδιαίτερο δημόσιο χώρο της Αριστεράς, μέσα στον οποίο δεν αναμετρήθηκαν μόνο διιστάμενες γραμμές και κατευθύνσεις, αλλά μπόρεσε να συντεθεί και πράξη διεκδίκησης: με την καταγγελία των διορισμένων διοικήσεων, τη διεκδίκηση ελεύθερων φοιτητικών εκλογών, τις καταλήψεις της Νομικής, τον αγωνιστικό συντονισμό εναντίον του «νόμου 1347» για επιστράτευση δραστήριων φοιτητικών στελεχών, συνολικότερα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα αποκρυσταλλώνονται. Μπορούμε να πούμε ότι οι βασικές πτυχές της εξέγερσης καθορίστηκαν από την πανσπερμία των αριστερών οργανώσεων, σε όλη την έκταση και την ποικιλομορφία των συσχετισμών, των δυνατοτήτων, των αντιθέσεων, αλλά και των ανεπαρκειών τους (Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ, Ρήγας Φεραίος, ΑΑΣΠΕ, ΟΣΕ, ΠΠΣΠ, ΑΜΕΕ, Προλεταριακή Ενότητα, Κίνημα 20ης Οκτώβρη, φοιτητικά στελέχη σε σύνδεση με το ΠΑΚ, ανένταχτοι, αναρχικοί κ.α).

Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέψουμε πως πέρα από το ευρύ φάσμα εκπαιδευτικών και πολιτικών αιτημάτων εκδημοκρατισμού, στην κινητοποίηση όσων συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση άσκησαν σημαντική επίδραση και ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής: Ήδη το 1973 (στο φόντο της πετρελαϊκής κρίσης) διατυπώνονταν επιτακτικά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού προτύπου της δικτατορίας. Περαιτέρω, ήταν πλέον ορατές οι συνέπειες από την όξυνση της ανισοκατανομής των εισοδημάτων, όπως και η αποτυχία της δικτατορίας να οργανώσει σύγχρονες κοινωνικές υπηρεσίες. Τέλος, δεν γινόταν πια εύκολα ανεκτή η συνεχιζόμενη ασφυκτική παρεμπόδιση διεκδίκησης μεγαλύτερων αμοιβών και καλύτερων εργασιακών συνθηκών από τα εργαζόμενα στρώματα. Οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας μια σειρά κινητοποιήσεων, οι οποίες δεν είχαν (ή δεν είχαν κυρίως) φοιτητικό χαρακτήρα, κατά το διάστημα Απρίλιος-Νοέμβριος 1973:
 

* Απόπειρες για μαζική διαμαρτυρία στην έκτη επέτειο από την κήρυξη της δικτατορίας και την Πρωτομαγιά.
 

* Προκήρυξη απεργιών σε κλάδους όπως οι τυπογράφοι, οι τεχνικοί της «Ολυμπιακής», οι δημοσιογράφοι, οι τεχνικοί κινηματογράφου, οι εργαζόμενοι στα τρόλεϊ και στη ΔΕΗ, οι εργάτες στην ιχθυόσκαλα της Καβάλας κ.α.

* Συγκρότηση Πανθεσσαλικής Σύσκεψης στη Λάρισα με αντικείμενο κινητοποιήσεις των αγροτών. Ένα μήνα πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο αγροτικός πληθυσμός των Μεγάρων ξεσηκώνεται για να μην παραχωρηθούν εκτάσεις στον Όμιλο Ανδρεάδη. Κεντρικό σύνθημα, «Αυτή η γη είναι δική μας» (βλ. σχετικά το ντοκιμαντέρ των Γ. Τσεμπερόπουλου και Σ. Μανιάτη,
 «Μέγαρα»). Ανάλογες κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν στον Σκαραμαγκά και την Ελευσίνα με αφορμή επενδύσεις του Ομίλου Νιάρχου, στα Μέθανα για να μην ιδρυθεί εργοστάσιο τσιμέντων της ΑΚΕΤ, στα Σπάτα και το Μενίδι, μετά από την ανακοίνωση της μεταφοράς του αεροδρομίου και τη δρομολόγηση της μεταφοράς του Ιπποδρόμου αντιστοίχως, ώστε να διευκολυνόταν η ανέγερση ξενοδοχειακών συγκροτημάτων από την πολυεθνική εταιρεία «Σέρατον». Με ποικίλους τρόπους, πριν από και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, είχε έστω πρωτογενώς αρθρωθεί μια κοινωνική συμμαχία εργατικών και υπαλληλικών στρωμάτων, αγροτικών στρωμάτων, προοδευτικών διανοουμένων, με πρωτοπορία τη σπουδάζουσα νεολαία, σε μια διάχυτη και ανταγωνιστική σε επιμέρους εκφάνσεις της, ωστόσο λειτουργούσα και επικαθορίζουσα αριστερή ηγεμονία.

Όπως ισχύει σε κάθε εξέγερση, έτσι και σ΄ εκείνη του Πολυτεχνείου εκλύθηκε μια τεράστια ενέργεια: Πολλές περιοχές του κέντρου έγιναν πεδία σύγκρουσης με τις δυνάμεις του στρατιωτικο-αστυνομικού μηχανισμού της δικτατορίας, οδοφράγματα στήθηκαν και ακολουθήθηκαν πολύμορφες πρακτικές: Κάποιες από αυτές λάμβαναν υπόψη πιο ξεκάθαρους προσανατολισμούς πολιτικής/μαζικής διεκδίκησης. Άλλες  χρωματίζονταν περισσότερο από το αυθόρμητο ή εκδηλώνονταν με χαρακτηριστικά πρωτογενούς διαμαρτυρίας. Γεγονός είναι ότι μόλις συντελέστηκε η εξάπλωση με όρους μαζικού κινήματος σε όλο το κέντρο της πόλης, το καθεστώς τραντάχτηκε συθέμελα. Το Πολυτεχνείο είχε συγκροτηθεί ως οργανωμένη αυτοδιαχειριστική εστία ελεύθερης πολιτικής δράσης και συντονισμού. Το δικτατορικό καθεστώς συνειδητοποιούσε από τις 15 Νοεμβρίου ότι μόνο η άγρια και αιματηρή καταστολή θα μπορούσε να ανακόψει την κλιμακούμενη διεύρυνση και οργάνωση της λαϊκής διαμαρτυρίας, ανεξαρτήτως από τις επιμέρους ανταγωνιστικές φατρίες στο εσωτερικό του. Παρόλα τα σενάρια που εξυφάνθηκαν ή προωθήθηκαν σκόπιμα στα κατοπινά χρόνια, με άξονα τον μύθο περί «παπαδοπουλικών» και «ιωαννιδικών», σύσσωμο το καθεστώς επεδίωκε να τερματίσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου, εξουδετερώνοντας πρώτα τη μαζική διαμαρτυρία που αυτή είχε ρευματοδοτήσει. Εφαρμόστηκε το σχέδιο «Κεραυνός», με απόλυτη συμφωνία του Παπαδόπουλου, από το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, το οποίο στηρίχθηκε στο προγενέστερο σχέδιο «Θέμις» περί «αντιμετωπίσεως αναρχικών εκδηλώσεων». Η όξυνση των αντιθέσεων με την εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε εκ των υστέρων συνέπειες στην αναδιάταξη των διαφορετικών πόλων του καθεστώτος ως ύστατη απόπειρα να αναπαραχθεί επιθετικά. Εξάλλου, μετά την πτώση της δικτατορίας παρατηρήθηκε το γνώριμο ιδιοπαθές φαινόμενο σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις: Κάθε παράγοντας της Χούντας προσπαθούσε να αποσείσει συλλογικές ευθύνες, πετώντας το μπαλάκι στον άλλον.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία από τη δίκη για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1975, 10.000 άτομα διαδήλωσαν στην άμεση περίμετρο του Πολυτεχνείου και περίπου 100.000 σε διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας (Λεωφ. Αλεξάνδρας, Χαυτεία, Σταδίου και στις παράλληλες οδούς). Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δικτατορία απέβλεπε στην αιματηρή κατασταλτική τρομοκρατία για να ξανακλειστούν στα σπίτια τους οι μάζες που είχαν κατακλύσει το κέντρο της Αθήνας με πολιτικό «επίκεντρο» το Πολυτεχνείο, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να διατηρήσουν την εξουσία τους. Ακόμα και στην ανεπαρκέστατη δίκη του 1975, κατέρρευσε πλήρως ο ισχυρισμός ότι τα κατασταλτικά σώματα «πυροβολούσαν στον αέρα». Ο αστυνομικός διευθυντής Καραθανάσης, εν ενεργεία και μετά την πτώση της δικτατορίας, προκάλεσε θυμηδία με τον ισχυρισμό πως αντιλήφθηκε ότι τα πυρά των αστυνομικών δυνάμεων ήταν πραγματικά και όχι άσφαιρα, μόλις το Σάββατο 17 Νοεμβρίου!  Στην πραγματικότητα, η δικτατορία θεωρούσε μέχρι το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου 1973 ότι όλοι οι δυνητικοί «ανατροπείς» θα εγκλωβίζονταν μέσα στο Πολυτεχνείο και θα έμεναν χωρίς μαζική υποστήριξη. Μόλις όμως διαφάνηκε ότι Πολυτεχνείο είχε γίνει ολόκληρο το κέντρο της Αθήνας, το σύνθημα δόθηκε: «Βαράτε στο ψαχνό». Ο επικεφαλής της ΑΣΔΕΝ, Χριστολουκάς, δήλωνε κυνικά και υποκριτικά για να ελαφρύνει τη θέση του ότι οι αστυνομικοί «έριχναν στο γάμο του Καραγκιόζη» και γι’ αυτό «έχει σκοτωθεί πολύς κόσμος, υπήρξαν πολλά θύματα».
 

Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, κατά το τριήμερο 16-18 Νοεμβρίου ρίχτηκαν 24.000 φυσίγγια από αστυνομικούς της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών (ΑΣΔΕΝ), 2.192 φυσίγγια από τη φρουρά του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, 300.000 φυσίγγια ρίχτηκαν από τους στρατιωτικούς. Οι τραυματισμένοι πολίτες υπολογίστηκαν σε τουλάχιστον 1103, προέκυψαν 128 απόπειρες ανθρωποκτονίας εις βάρος πολιτών από αστυνομικούς και στρατιωτικούς, ενώ σύμφωνα με τους πιο τεκμηριωμένους υπολογισμούς
 οι νεκροί του τριημέρου πρέπει να ήταν γύρω στους 40 (24 πλήρως ταυτισμένοι, αλλά και 16 βασίμως προκύπτοντες  στο πόρισμα Τσεβά, δηλ. μη ταυτισμένοι, οι οποίοι κακώς αποκαλούνται «ανώνυμοι νεκροί»). Από μια πρόσφατη στατιστική κατανομή των τραυματιών κατά απασχόληση (Ε.Ι.Ε.), προκύπτουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση των εξεγερμένων: 267 εργατοτεχνίτες, 171 φοιτητές, 158 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 123 ελεύθεροι επαγγελματίες, 103 μαθητές, 68 επαγγελματοβιοτέχνες, 34 δημόσιοι υπάλληλοι, 27 εκπαιδευτικοί, 21 συνταξιούχοι, 14 ναυτικοί, 14 νοικοκυρές. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για τις συλλήψεις στο διάστημα 16-21 Νοεμβρίου 1973, μεταξύ των 2.000 συλληφθέντων, 475 ήταν εργάτες και οικοδόμοι, 347 φοιτητές, 74 μαθητές και μαθήτριες.

Μεταξύ 7.30 και 8.30μμ της 16ης Νοεμβρίου, ξεκίνησαν οι πυροβολισμοί, οι οποίοι μέχρι τις 9 το βράδυ είχαν γίνει πολύ πυκνοί. Πυκνά πυρά ρίχνονταν στην Ομόνοια, στην Γ’ Σεπτεμβρίου, στην Αβέρωφ, στην περιοχή Μουσείου-ξενοδοχείου Ακροπόλ, στην πλατεία Βικτωρίας, στον ΟΤΕ, την οδό Βασ. Ηρακλείου. Μετά τις 9, στον χώρο του Πολυτεχνείου είχαν μεταφερθεί τουλάχιστον 20 τραυματίες, ενώ σύμφωνα με τον καθηγητή Θεόδ. Σκουλικίδη, υπήρχε μέσα στο κτήριο τουλάχιστον ένας νεκρός. Το καθεστώς χρησιμοποίησε και ελεύθερους σκοπευτές, όχι μόνο αστυνομικούς με πολιτικά, αλλά και στρατολογημένους παρακρατικούς, όπως και Εσατζήδες. Σε όλη την περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο, μέχρι και την αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας, πύκνωναν από τις 9 και μετά οι αστυνομικοί με πολιτικά και οι παρακρατικοί, οι οποίοι αναμιγνύονταν με ένστολους ή καταλάμβαναν ξεχωριστά «πόστα», κραδαίνοντας ρόπαλα, που συχνά είχαν μήκος περισσότερο από 2,5 μέτρα. Τα ρόπαλα αυτά ήταν επενδεδυμένα με δέρμα ή σύρμα στην εξωτερική τους πλευρά.

 Οι ομάδες των ροπαλοφόρων προσπαθούσαν να απομονώσουν νέους, ιδίως, διαδηλωτές, τους οποίους ξυλοκοπούσαν και ποδοπατούσαν. Ιδιαίτερα αιματηρή υπήρξε η επίθεση εναντίον των διαδηλωτών έξω από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το οποίο τότε έδρευε στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου, κοντά στη συμβολή των οδών Αβέρωφ και Μάρνη, με αυτόματα, μακρύκανα όπλα και σφαίρες  ντουμ-ντουμ: πρώτα μεταξύ 7.30-8μμ. και κατόπιν μετά τις 9.30μμ. Στο διάστημα 16-18 Νοεμβρίου 1973, τα χειρουργεία του Ρυθμιστικού ήταν απασχολημένα επί 15-17 ώρες, μόνο ένας γιατρός είχε κάνει δώδεκα σοβαρές εγχειρήσεις μέσα σε μια μόνο ημέρα. Μεγάλος αριθμός των διακομιζόμενων τραυματιών έφερε πολλαπλά τραύματα στο θώρακα, τη σπλήνα, τον οισοφάγο, το πάγκρεας, τον πνεύμονα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει το πόρισμα Τσεβά, «οι τραυματίες δεν αποτελούσαν πια εκεί αντικείμενο για μέριμνα και περίθαλψη, αλλά στόχο κανιβαλικών εκδηλώσεων από μερικούς αστυνομικούς».

Ρητή εντολή της αστυνομίας ήταν να συλλαμβάνονται όσοι γιατροί ή άλλα άτομα εντοπίζονταν να κατευθύνονται προς το Πολυτεχνείο για να παράσχουν ιατρο-φαρμακευτική βοήθεια. Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του πολιτικού μηχανικού, Φ. Αναστασίου, ο οποίος μετέφερε τραυματίες όλο το βράδυ, για την κατάσταση στη Λεωφ. Αλεξάνδρας μετά τις 12 τα μεσάνυχτα: «Ένα μπουλούκι αστυνομικών και άλλων με πολιτική περιβολή πυροβολούσε στο ψαχνό».

Στρατιωτικοί που κατέλυσαν το άσυλο μετά την εισβολή του τεθωρακισμένου, εισέβαλαν στα ιατρεία, καταστρέφοντας το φαρμακευτικό υλικό με τις ξιφολόγχες. Τις επόμενες ώρες, οι στρατιωτικές δυνάμεις που έλεγχαν το κτήριο, προέβησαν σε καταστροφές και λεηλασίες, τις οποίες επιχείρησε να εκμεταλλευτεί προπαγανδιστικά, ο επί του Τύπου του καθεστώτος, Σπ. Ζουρνατζής. Βαρύνοντα είναι τα στοιχεία που είχε καταθέσει σχετικά στη δίκη του 1975, ο δικηγόρος Δημοσθένης Μιράσγεζης.

Το πρωί του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973, η Αθήνα παρουσίαζε την εικόνα μιας απολύτως στρατοκρατούμενης πόλης. Στα πεζοδρόμια και τα οδοστρώματα υπήρχαν ίχνη από το χυμένο αίμα της προηγούμενης νύχτας. Ιδιαιτέρως στους γειτονικούς δρόμους του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, οι είσοδοι και τα στηθαία των πολυκατοικιών ήταν διάτρητα από σφαίρες, ενώ χαμηλά στην Πατησίων διατηρούνταν ακόμα ορισμένα μισοκατεστραμμένα οδοφράγματα. Το καθεστώς έτρεμε τις λαϊκές περιοχές, όχι μόνο τους φοιτητές, αλλά και τους οικοδόμους, τους εργαζόμενους και τους μαθητές που είχαν μαζικοποιήσει την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η τρομοκρατία συμπληρωνόταν με νέα κύματα συλλήψεων, κυρίως στο κέντρο και τις δυτικές συνοικίες του λεκανοπεδίου.  Μεταξύ 8.30 και 11 πμ, δύο ξεχωριστές ομάδες διαδήλωσαν κοντά στο Πολυτεχνείο και επί της Πατησίων, στο ύψος του ΟΤΕ και μέχρι το θέατρο «Μινώα», αντιστοίχως. Κατά τόπους δρούσαν, επικουρικά προς τον στρατό, διμοιρίες αστυνομικών με περίστροφα και ρόπαλα. Τον ΟΤΕ είχε καταλάβει το 573ο Τάγμα Πεζικού. Από τον δέκατο όροφο του κτηρίου, έβαλλαν εναντίον μεμονωμένων ανθρώπινων στόχων. Στην περιοχή τραυματίστηκαν πολλοί και σκοτώθηκαν τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι. Το μεσημέρι, ξανασχηματίστηκε διαδήλωση επί της Πατησίων με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο, η οποία χτυπήθηκε κοντά στη στάση Αγγελοπούλου. Την ίδια ώρα, τα άρματα μάχης πυροβολούσαν στο Σύνταγμα πάνω σε ομάδες κόσμου, σε μπαλκόνια και σε στάσεις λεωφορείων, στην οδό Ακαδημίας, αλλά και στην περιοχή των Άνω Πατησίων. Το καθεστώς όξυνε την τρομοκρατία, καθώς το φρόνημα του λαού δεν είχε καμφθεί και φοιτητικές αντιδικτατορικές πρωτοβουλίες βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, πυροβολήθηκαν άνθρωποι μέχρι και στους Αγίους Αναργύρους, τα Νέα Λιόσια, τον Νέο Κόσμο και του Ζωγράφου.

Η ίδια κατάσταση εξακολούθησε και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου, με καινούργιους νεκρούς και τραυματίες. Μόνο τη Δευτέρα, το καθεστώς θεώρησε ότι ο τρομοκρατικός καταναγκασμός είχε αποδώσει την «τάξη» της άγριας καταστολής και του αίματος.



Πηγή: rednotebook του Νίκου Σκολπάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου